- συγκάθημαι
- και ιων. τ. συγκάτημαι Α1. (για ομάδα προσ.) κάθομαι κοντά σε κάποιον2. συνεδριάζω («τῇ δ' ὑστεραίᾳ οἱ μὲν τριάκοντα... συνεκάθηντο ἐν τῷ συνεδρίῳ», Ξεν.)3. (για ζώο) κάθομαι στηριζόμενος στα πίσω πόδια μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κάθημαι «κάθομαι, συνεδριάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.